- εκπρήσσω
- βλ. εκπράσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκπράσσω — ἐκπράσσω και αττ. τ. ἐκπράττω και ιων. τ. ἐκπρήσσω (Α) 1. αποπερατώνω, κατορθώνω 2. καταστρέφω, σκοτώνω 3. απαιτώ, εισπράττω 4. τιμωρώ, εκδικούμαι … Dictionary of Greek